Από το δυστοπικό παρόν στην κόλαση της ουτοπίας

…γράφει ο Πάνος Παναγιώτου

[0]. Σημείωμα
 Τα κείμενα που ακολουθούν αποτελούν την ιστορία ενός νέου που ζει στην Ελλάδα του 2014. Αποφασίζει να εγκαταλείψει έναν κόσμο που έχει πάψει να τον θέλγει πια και θα βρεθεί μετά από ένα ναυάγιο σε ένα νησί που δεν ξέρει που βρίσκεται και κανείς άλλος δεν γνώριζε την ύπαρξη του προηγουμένως. Ο πρωταγωνιστής μας είναι ο πρώτος και ίσως ο τελευταίος που ανακαλύπτει τούτο το νησί, ξεσκεπάζοντας το από την άγνοια της ύπαρξης του.
Θα ακολουθήσουν τρια κείμενα. Στο πρώτο περιγράφουμε όλους εκείνους τους διαφορετικούς λόγους που ωθούν τον Μάξιμο -αυτό είναι το όνομα του ήρωα μας- να θέλει να εγκαταλείψει τούτη τη χώρα και να βάλει πλώρη για άλλα μέρη. Άλλα μέρη, που τελικά θα τον βγάλουν δίχως να το θέλει και δίχως να το έχει προβλέψει στις όχθες ενός νησιού που κανείς δεν γνωρίζει που ακριβώς βρίσκεται, ώστε να μην μπορεί να βρεθεί. Στο δεύτερο μέρος (θα δημοσιευτεί στο dubium μέσα στις επόμενες ημέρες) ο ήρωας μας γίνεται κάτοικος αυτού του νησιού και μας περιγράφει τη ζωή εκεί, ενώ στο τρίτο μέρος ασκεί κριτική σε τούτη τη φαινομενικά τέλεια ζωή, ανακαλύπτοντας ένα άλλο πρόσωπο της Ουτοπίας.
[1]. Ελλάδα 2014
      Η παραφωνία που ηχεί στα αυτιά όλων σχεδόν των κατοίκων τούτης της χώρας εν έτει 2014 είχε γίνει ανυπόφορη για τον νεαρό Μάξιμο. Καμία μελωδία δεν μπορούσε να του υποσχεθεί πια μια καλύτερη ζωή, ένα καλύτερο μέλλον, μια αλλαγή. Όλες οι υποσχέσεις φάλτσαραν στα αυτιά του. Δεν πίστευε σε σωτήρες κι αν από κάτι θα έπρεπε να σώσει την Ελλάδα, αυτό το κάτι θα ήταν οι σωτήρες της. Επιτέλους, “να σώσουμε την Ελλάδα από τους σωτήρες της”! Μα συνήθισε μαζί με τους πολλούς στο θάνατο. Πού κουράγιο για όνειρα, πού κουράγιο για “σωτηρίες” ;
     Δεν την άντεχε τούτη τη ζωή. Ήθελε να φύγει, να αποδράσει. Τι ήταν αυτό που τον έκανε να αναζητά τη λύση στη φυγή, γιατί δεν έκατσε στην ηλιόλουστη χώρα του “να το παλέψει” ; – όπως διατείνονται πολλοί συνομήλικοι και μη, όλοι εκείνοι που “σκέφτονται θετικά” – “Ας σκεφτούμε θετικά λοιπόν”…Αυτός, όμως, τον ρόλο του ηλίθιου (υπερ)αισιόδοξου δε δέχτηκε ποτέ να τον παίξει, ήταν μάλλον απαισιόδοξος και πολύ σκεπτικός για την παρούσα κατάσταση που αντιμετώπιζε η χώρα στην οποία ζούσε.
   Κρίση, μας είπαν, έχουμε κρίση και χρειαζόμαστε κάποιους ειδικούς για να μας σώσουν. Φανταστείτε μια ολόκληρη χώρα να βρίσκεται στην εντατική, άλλωστε ο τότε πρωθυπουργός της χώρας το είχε ανακοινώσει, όπως οι ιατροί βγαίνουν και ανακοινώνουν στους ζαλισμένους από αγωνία συγγενείς και φίλους πως ο άνθρωπος τους βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση και θα πρέπει να νοσηλευτεί για λίγο ή πολύ στην εντατική. Σε τούτο το κλίμα ο τότε πρωθυπουργός (Γ.Παπανδρέου) δήλωνε το 2010 πως “η πατρίδα μας βρίσκεται στην εντατική” και τούτη τη δήλωση συμπλήρωσε μια άλλη, δια στόματος του τότε επικεφαλής του ΔΝΤ (Στρος Καν): “μην πολεμάτε τον ιατρό, ίσως σας δώσει φάρμακα που δεν σας αρέσουν, αλλά ακόμα κι αν δεν σας αρέσουν, ο ιατρός είναι εκεί για να σας βοηθήσει”. Τι κάνουμε όμως όταν ο ιατρός αποδειχθεί τσαρλατάνος και τα φάρμακα που μας έχει συνταγογραφήσει δολοφονικά ; Διότι περί αυτού πρόκειται, δίχως καμία αμφιβολία, παρόλες τις διαβεβαιώσεις εκείνης της κυβέρνησης ότι ξέρουν πια τον δρόμο για την Ιθάκη. Μάλλον κάποιος έπρεπε να τους πει ότι υπάρχει διαφορά στο να (λες ότι) ξέρεις το δρόμο και στο να βαδίζεις πράγματι σε αυτόν.
     Τι κάνουμε λοιπόν ; Κάτι παρόμοιο, θυμάται ο Μάξιμος, φώναζε ένας 40χρονος πατέρας λίγο πριν πέσει στις ράγες του μετρό. “Τι να κάνω”, αναρωτιόταν και ούρλιαζε, περιμένοντας μια απάντηση, που δεν ήρθε από κανέναν -όλοι παρακολουθούσαν παθητικά νομίζοντας πως βρίσκονται στο σαλόνι του σπιτιού τους, θεατές κάποιας ταινίας, άλλωστε αυτό έκαναν συνέχεια, έμαθαν να είναι μονάχα θεατές. Ο Μάξιμος ήταν εκεί, παρακολουθούσε κι αυτός σιωπηλός, σχεδόν σε κατάσταση σοκ. Τόλμησε όμως να απαντήσει και η απάντηση του ήταν αυτή (πολλοί θα την χαρακτήριζαν “απογοητευτική”, μα ήταν ειλικρινής): “δεν ξέρω, ειλικρινά, δεν ξέρω”. Αντιθέτως με αυτόν μάλλον όλοι οι άλλοι ήξεραν -οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι δημοσιογράφοι που γίνονται σωτήρες, πολλοί πανεπιστημιακοί, ο γείτονας σου κ.ο.κ. Όλοι έχουν απάντηση για όλα. Αυτός όχι, δεν είχε απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις. Πριν πέσει εκείνος ο άντρας στις ράγες του μετρό και χάσει τη ζωή του φώναξε ένα “μη”, με την πιο δυνατή φωνή που έβγαλε ποτέ. Τούτο το “μη” ήταν το μόνο που ακούστηκε σε ένα σιωπηλό σκηνικό, σαν εκείνα που στήνονται για τις ανάγκες μιας δραματικής σκηνής, όπου όλοι ακολουθούν τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Μόνο που εδώ σκηνοθέτης δεν υπήρχε και ένας άνθρωπος ήταν νέκρος. Μονάχα αυτό θυμάται πια.
     Βαδίζοντας προς το σπίτι του, το σκοτεινό εκείνο απόγευμα, σκεφτόταν κατά πόσο πρόκειται για αυτοκτονία ή για δολοφονία. Στη θέση αυτού του άνδρα βρισκόμαστε δυνάμει όλοι. Βρισκόμαστε όλοι στο έλεος των αποφάσεων μιας κυβέρνησης που συνεχίζει ανενόχλητη να υποβιβάζει ολόκληρες κοινωνικές τάξεις σε ένα επίπεδο όπου “η ζωή είναι ανάξια να βιωθεί” (!). Οι ελληνικές κυβερνήσεις (τουλάχιστον οι τελευταίες τρεις) κήρυξαν άτυπα μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στο όνομα της οποίας λαμβάνονται όλα αυτά τα δολοφονικά μέτρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Εκατομμύρια άνθρωποι καταδικάζονται, χώρις να ξέρουν τον λόγο, χώρις ενδεχομένως καν να υπάρχει λόγος, στην εξαθλίωση, σε εκείνο το επίπεδο μιας ζωής που είναι “ανάξια να βιωθεί”, σε ένα στάδιο όπου δεν αναγνωρίζεται καν η ίδια τους η ζωή ως τέτοια. Οι άνθρωποι που με τις αποφάσεις τους προκάλεσαν τον υποβιβασμό ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού σε αυτό το στάδιο, αντί να βρίσκονται στη φυλακή συνεχίζουν να κυβερνούν. Όχι μόνο δεν τιμωρούνται, αλλά βρίσκονται ακόμη στην εξουσία. Η “κρίση” έγινε ο κανόνας και το εργαλείο νομιμοποίησης όλων αυτών των πολιτικών που ακολουθούνται στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του Νότου. “Είμαστε όλοι homines sacri” (βλ.Giorgio Agamben – Homo Sacer) έγραψε με σπρέι ο Μάξιμος έξω από το υπουργείο οικονομικών και συνέχισε στο δρόμο του.
    Στο μυαλό του τώρα έρχεται ο Σαχζάτ Λουκμάν που δολοφονήθηκε στις 17.01.2013 στα Πετράλωνα από δυο χρυσαυγίτες, ο δεκαοχτάχρονος Κλεμάν Μερίκ που δολοφονήθηκε στις 05.06.2013 στο Παρίσι από ακροδεξιούς και ο Παύλος Φύσσας που έπεσε νεκρός από μαχαίρι χρυσαυγίτη στις 18.09.2013 στο Κερατσίνι. Προβληματίζεται και τον τρομάζει η άνοδος της ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν αντέχει να βλέπει τους χρυσαυγίτες να δρουν ελεύθεροι, να χτυπούν μετανάστες, αριστερούς, ομοφυλόφιλους και να απειλούν να ασκήσουν τούτη τη βία πάνω σε όποιον προσπαθεί να αντισταθεί και να ξεφύγει από τον έλεγχο του κεφαλαίου. Οι προνομιακές σχέσεις των νεοναζιστών με τους κρατικούς μηχανισμούς του θυμίζουν όσα διάβαζε στα βιβλία για το μετεμφυλιακό καθεστώς και τους βασανιστές της Χούντας. Κλείνει τα ματιά μπρος στην εποχή των τεράτων που βλέπει να έρχεται.
      Μα πόσο να ζει κανείς με κλειστά τα μάτια ; Αυτός το γνώριζε μέσα του πως δεν μπορούσε για πολύ ακόμα να βαδίζει σε τούτο το μονοπάτι. Οι πολλοί ζουν μέχρι το τέλος με κλειστά τα μάτια, αρνούμενοι να ξεφύγουν από τους προδιαγεγραμμένους τρόπους σκέψης, εθισμένοι στο να αναπαράγουν αυτό που τους έμαθαν, καταδικασμένοι να είναι αυτό που η συνήθεια τους έκανε, προϊόντα χειραγώγησης. Εθελόδουλοι, θα ήταν ένας άλλος χαρακτηρισμός που θα τους ταίριαζε ή ετερόνομοι. Σαν εκείνους τους δεσμώτες στο σπήλαιο του Πλάτωνα που σαν μεθυσμένοι από την ηδονή που αντλούσαν από τις σκιές που αντίκριζαν, ζούσαν μέσα σε μια πλάνη, βυθισμένοι στις ψευδαισθήσεις τους, αρνούμενοι να δεχτούν ότι υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που συνήθισαν να βλέπουν. Αυτή τη συνήθεια σιχάθηκε ο Μάξιμος.
     Σιχάθηκε να περπατά κάθε μέρα ξυπόλυτος σε μια κατηφόρα γεμάτη σπασμένα γυαλιά. Τα πόδια του μάτωναν και συχνά πατούσε επάνω σε πτώματα ανθρώπων που πηδούσαν από τα μπαλκόνια τους, ψάχνοντας μια διέξοδο, προσπαθώντας να αποφύγουν ίσως ένα ακόμα τηλεφώνημα από κάποιον τραπεζίτη ή εφοριακό που λίγο μετά τον ευγενικό χαιρετισμό θα σε απειλήσουν ότι μπορεί ακόμα και να χάσεις το σπίτι σου. Μα “την δουλειά τους κάνουν κι αυτοί”, “εκτελούν εντολές”. Μάλλον εκτελούν εντολές που εκτελούν ανθρώπους.
      Και γιατί δεν βρίσκει ελπίδα ο Μάξιμος στους αριστερούς επαναστάτες παρακαλώ; Σε αυτούς που θα κάνουν την επανάσταση, θα αλλάξουν τον κόσμο σε μια κατεύθυνση δημοκρατική, θα φτιάξουν έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο ισότητας και ελευθερίας ; Δεν πρέπει να σας κρύψω πως ο Μάξιμος πέρασε από αυτούς τους χώρους, καταλήγοντας άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο κοντά τους, πάντως σε ιδέες που σήμερα πολλοί θα χαρακτήριζαν “αναρχικές”. Ασκώντας σκληρή, πολλές φορές, κριτική σε αυτούς που αυτοαποκαλούνταν “επαναστάτες” κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτοί δεν πρόκειται τίποτε να κάνουν κι αν κάνουν κάτι τότε αυτό δεν θα είναι στην κατεύθυνση της δημοκρατίας, όπως βέβαια την εννοεί και την καταλαβαίνει ο ίδιος. Δεν ήταν, όμως, απόλυτος σε τούτη τη θέση του, απλώς είχε φτάσει σε ένα σημείο που από τις πράξεις και τα λεγόμενα τους μπορούσε να υποθέσει ότι αυτή θα ήταν η πιθανότερη εξέλιξη, αν με κάποιον τρόπο έρχονταν στα πράγματα. Το μόνο που ήθελαν πολλοί από αυτούς ήταν να γίνουν Αφέντες στη θέση του παλιού Αφέντη. Να ρίξουν μεν τον καπιταλισμό, να φέρουν δε, μια σκληρή γραφειοκρατία. Α, και το Κόμμα πάνω από όλα (sic!). Ό,τι πει το Κόμμα είναι το σωστό και αυτό πρέπει να γίνει. Δούλοι, με άλλα λόγια, και πάλι δούλοι -εκτελεστές εντολών.
     Όχι, δεν ήταν αυτό που αναζητούσε ο Μάξιμος. Δεν ήταν αυτή η αλλαγή που ήθελε. Μάλλον η δική του αλλάγη ήταν μακριά από τέτοιου τύπου κόμματα με σκληρή ιεραρχία, που ενώ διατείνονται ότι όλα είναι από τα κάτω, στην πραγματικότητα οι αποφάσεις έρχονται έτοιμες από τα πάνω. Αυτός ονειρευόταν μια δημοκρατία όπου όλοι θα είχαν φωνή. Πραγματική, δυνατή και ουσιαστική φωνή. Όπου όλες οι αποφάσεις θα βάδιζαν στην κατεύθυνση του κοινού συμφέροντος, και δεν θα ήταν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων της πολιτικής ελίτ με την οικονομική ελίτ, με τις μεγάλες επιχειρήσεις κ.ο.κ. Όπου η ιεραρχία θα έδινε τη θέση της στις οριζόντιες σχέσεις. Όπου οι πολίτες, διότι σε μια τέτοια περίπτωση μπορούμε να κάνουμε λόγο για πολίτες, θα συνειδητοποιούσαν τον ρόλο τους και την ευθύνη τους. Θα συνειδητοποιούσαν πως οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι για την ιστορία τους. Πως οι ηγέτες που γυρεύουν είναι οι ίδιοι τους οι εαυτοί. Όλα αυτά απέχουν τόσο από τους στόχους όλων εκείνων που κάθε χρόνο κάνουν επανάσταση (sic).
    Ο Μάξιμος εξάντλησε όλες του τις αντοχές στο να ζει σε έναν κόσμο που η ελπίδα βουλιάζει, σε έναν κόσμο, στον οποίο όπως φαίνεται δεν μπορεί να δημιουργήσει την πραγματικότητα που ονειρεύεται ή να την πλησιάσει ή έστω να την διεκδικήσει. Σε έναν κόσμο που η λογική της επιχείρησης ηγεμονεύει παντού. Από τον τρόπο που η κρατική εξουσία λειτουργεί μέχρι τον τρόπο που πολλοί και πολλές ερωτεύονται. Ακόμα και ο έρωτας έφτασε να λειτουργεί, κατα κάποιον τρόπο, επιχειρηματικά. Ξεκίνησε, λοιπόν, να σχεδιάζει την έξοδο, όπως έλεγε. Την απόδραση του.  Κάθε φορά που έβλεπε θάλασσα ζωντάνευε η επιθυμία του να ξεφύγει.
   Ένα λαμπρό βράδυ του Ιούλη, μαζί με πέντε φίλους μπαίνουν σε ένα σαπιοκάραβο που προσπαθούσαν καιρό να επισκευάσουν, με προορισμό ένα νησί με λιγοστούς κατοίκους κοντά στη Σικελία. Στην πραγματικότητα, για όπου τους έβγαζε. Χαμογελαστοί μετά από καιρό, έχοντας την όψη ενός ευτυχισμένου ανθρώπου ανέβαιναν στο καράβι τους. Ένιωθαν ελεύθεροι. Σαν να δραπέτευαν επιτέλους από έναν κόσμο-φυλακή. Τώρα ξεκινούσε το ταξίδι τους, έχοντας αφήσει πίσω τα πάντα, δίχως να πάρουν μαζί τους ούτε βαλίτσες, ούτε κινητά, ούτε τίποτα. Έτοιμοι να ξεκινήσουν από το μηδέν.
   Μα η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη. Ταξίδευαν για μέρες, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό τους, δίνοντας πραγματική μάχη με τα κύματα για να μην βουλιάξουν. Είναι αβέβαιο αν θα άντεχαν κι άλλο ναυάγιο οι ίδιοι και τα όνειρα τους. Μάλλον δεν θα το άντεχαν, κι όμως ήρθε. Χωρίς να θυμάται πολλά ο Μάξιμος βρέθηκε να τον ξεβράζει η θάλασσα σε κάποια άγνωστα γαλαζοπράσινα νερά. Μόνος του. Ήταν ο μόνος επιζών. Αρκετή ώρα ξαπλωμένος ακριβώς όπως τον πέταξε η θάλασσα, προσπαθούσε να θυμηθεί. Φωνές έρχονταν στο μυαλό του, κραυγές και χάος. Όλοι πέθαναν, μονάχα αυτός έμεινε ζωντανός. Με τα μάτια του να μην μπορούν να μείνουν ανοιχτά από τα δάκρυα, αποκοιμήθηκε εκεί. Όταν συνήλθε, μετά από μέρες, δίχως να θυμάται ακριβώς πόσες μέρες είχαν περάσει, μιας και είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, προσπάθησε να καταλάβει που βρισκόταν. Αδύνατο. Το μέρος παντελώς άγνωστο. Τίποτε δεν θύμιζε τον κόσμο όπως τον γνώριζε. Διέκρινε μια μεγάλη οθόνη με ένα κεφάλαιο Α σε ένα άσπρο φόντο. Αρκετά πιο μακριά από εκείνη την τεράστια οθόνη διέκρινε ένα γυάλινο σπίτι, με καθρέφτες σε όλη του την επιφάνεια. Μονάχα αυτά κατάφερε να δει με κάτι κιάλια που είχαν μείνει δεμένα στο λαιμό του. Αργότερα θα δει πως όλα τα σπίτια και γενικά όλα τα κτήρια εκεί ήταν έτσι, γυάλινα με καθρέφτες σε όλες τους τις επιφάνειες. Θα καταλάβει, επίσης, πως βρισκόταν σε νησί και πως ήταν ο πρώτος και πιθανότατα ο τελευταίος που ανακάλυπτε την ύπαρξη αυτού του νησιού. Μια καίνουρια ζωή πρόβαλε μπροστά του και εκείνος ήταν έτοιμος να την ανακαλύψει. Έτοιμος να γίνει κάτοικος της “Γης του Ανθρώπου”.
διαβάστε τη συνέχεια στο dubium

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου